- στραγγαλόω
- στραγγαλόω 1 aor. pass. ἐστραγγαλώθην; pf. pass. ptc. ἐστραγγαλωμένος Tob 2:3 BA (Philo Mech. 57, 42; Alex. Aphr., Probl. 1, 76 Ideler) strangle (Tob 2:3 BA), pass., w. intr. sense choke ITr 5:1.—DELG s.v. στράγξ.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.